Ηγησιπολις

Ηγησιπολις
    Ἡγησίπολις
    -εως ὅ Гегесиполь, «Правитель города» (прозвище, данное Кратесом Менедему) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Ηγησιπολις" в других словарях:

  • ηγησίπολις — ἡγησίπολις, όλιδος, ὁ (Α) ηγεμόνας, διοικητής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό πολις, πρωτό πολις)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγησίπολις — leader of the state fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησιπόλει — ἡγησίπολις leader of the state fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἡγησιπόλεϊ , ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (epic) ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησιπόλιος — ἡγησίπολις leader of the state fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησίπολιν — ἡγησίπολις leader of the state fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»